- colibacillus
- SYN: Escherichia coli.
* * *
co·li·bac·il·lus (ko″lĭ-bə-silґəs) Escherichia coli.
Medical dictionary. 2011.
* * *
co·li·bac·il·lus (ko″lĭ-bə-silґəs) Escherichia coli.Medical dictionary. 2011.
Escherichia — A genus of aerobic, facultatively anaerobic bacteria containing short, motile or nonmotile, Gram negative rods. Motile cells are peritrichous. Glucose and lactose are fermented with the production of acid and gas. These organisms are found in… … Medical dictionary
κολοβάκιλλος — ο κολοβακτηρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. colibacillus < coli (< κόλον) + bacillus (< νεολατ. bacillus < λατ. baculus)] … Dictionary of Greek
κολοβακιλλικός — ή, ο κολοβακτηριδιακός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. colibacillary < colibacillus] … Dictionary of Greek