cholangiotomy
Look at other dictionaries:
χολαγγειοτομία — η, Ν ιατρ. η διάνοιξη χολαγγείου για χειρουργικό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholangiotomy] … Dictionary of Greek
χολαγγειοτομία — η, Ν ιατρ. η διάνοιξη χολαγγείου για χειρουργικό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholangiotomy] … Dictionary of Greek