- acinetic
- ac·i·net·ic (as″ĭ-netґik) akinetic (def. 1).
Medical dictionary. 2011.
Medical dictionary. 2011.
acinetic — acinetic, a. Med. (æsɪˈnɛtɪk) [f. Gr. ἀκίνητ ος motionless + ic.] Preventing motion. Syd. Soc. Lex … Useful english dictionary
ακινητικός — ή, ό ο σχετικός με τη μείωση ή την αναστολή τής κινητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α + κινητικός, πρβλ. αγγλ. acinetic] … Dictionary of Greek