synorchidism — syn·or·chi·dism … English syllables
synorchidism — noun see synorchism … Useful english dictionary
synorchidism, synorchism — Congenital fusion of the testes in the abdomen or scrotum. [syn + G. orchis, testis] … Medical dictionary
synorchism — syn·or·chism (sinґor kiz əm) synorchidism … Medical dictionary
συνορχιδία — η, Ν ανώμαλη διάπλαση τών όρχεων, κατά την οποία οι δύο όρχεις συμφύονται σε έναν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synorchidism < συν * + ὀρχίδιον, υποκορ. τού ὄρχις (II) + κατάλ. ism, που αποδόθηκε στην Ελληνική με την κατάλ. ία] … Dictionary of Greek