pectolytic

pectolytic
pec·to·lyt·ic .pek-tə-'lit-ik adj producing hydrolysis of pectic substances <\pectolytic enzymes>

* * *

pec·to·lyt·ic (pek″to-litґik) [pectin + -lytic] capable of causing the digestion of pectin.

Medical dictionary. 2011.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • pectolytic — pec·to·lyt·ic …   English syllables

  • pectolytic — |pektə|lid.ik adjective Etymology: pectic + hydrolytic : producing hydrolysis of pectic substances …   Useful english dictionary

  • Erwinia chrysanthemi — Erwinia Chrysanthemi …   Wikipédia en Français

  • πηκτολυτικός — ή, ό, Ν φρ. «πηκτολυτικό ένζυμο» βιοκαταλύτης που δρα στις πηκτικές ουσίες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χυμών και ποτών, είτε για την αύξηση τής απόδοσης εκχύλισης είτε για τη μείωση τού ιξώδους τών χυμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”