pectolytic
Look at other dictionaries:
pectolytic — pec·to·lyt·ic … English syllables
pectolytic — |pektə|lid.ik adjective Etymology: pectic + hydrolytic : producing hydrolysis of pectic substances … Useful english dictionary
Erwinia chrysanthemi — Erwinia Chrysanthemi … Wikipédia en Français
πηκτολυτικός — ή, ό, Ν φρ. «πηκτολυτικό ένζυμο» βιοκαταλύτης που δρα στις πηκτικές ουσίες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χυμών και ποτών, είτε για την αύξηση τής απόδοσης εκχύλισης είτε για τη μείωση τού ιξώδους τών χυμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek