toxophorous
Look at other dictionaries:
toxophorous — tox·oph·o·rous … English syllables
toxophorous — … Useful english dictionary
toxophore — Denoting the atomic group of the toxin molecule which carries the poisonous principle. [toxo + G. phoros, bearing] * * * toxo·phore täk sə .fȯ(ə)r n a chemical group that produces the toxic effect in a toxin molecule toxo·phor·ic .täk s … Medical dictionary
τοξικοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τοξική ουσία 2. (για φυτό) αυτός που παράγει τοξική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxophorous < toxo (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + phorous (< φόρος*)] … Dictionary of Greek
toxophoric — adjective see toxophorous … Useful english dictionary