splenorrhaphy
Look at other dictionaries:
splenopexy, splenopexia — Suturing in place an ectopic or floating spleen. SYN: splenorrhaphy (2). [spleno + G. pexis, fixation] … Medical dictionary
σπληνορραφία — η, Ν ιατρ. ραφή τής σπλήνας σε περιπτώσεις τραυματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splenorrhaphy (< σπλήνα + ρραφία < ράπτω)] … Dictionary of Greek