rheumatalgia
Look at other dictionaries:
ρευματαλγία — η, Ν ιατρ. πόνος που οφείλεται σε ρευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatalgia (< ρεύμα, ατος + αλγία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάνν. Πύρλα] … Dictionary of Greek