platycephaly — n. condition of having a flattened skull … English contemporary dictionary
platycephaly — platy·ceph·a·ly … English syllables
platycephaly — n. flatness of crown of head. ♦ platycephalic, ♦ platycephalous, a. ♦ platydactyl, a. having flat digits. ♦ platypodous, a. having broad, flat feet. ♦ platypodia, n. flat footedness. ♦ platypus, n. duckbill. ♦ platyrrhinian … Dictionary of difficult words
platycephaly — … Useful english dictionary
platycrania — SYN: platycephaly. [platy + G. kranion, skull] * * * platy·cra·nia (plat″ĭ kraґne ə) [platy + crani + ia] artificial flattening of the skull … Medical dictionary
πλατυκεφαλία — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πλατυκέφαλου 2. ανατ. ανώμαλος σχηματισμός τού κρανίου κατά τον οποίο το κρανίο είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια εξαιτίας τής πρόωρης αποστέωσης τής στεφανιαίας ραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek
platycephalism — noun see platycephaly … Useful english dictionary