- oncography
Medical dictionary. 2011.
Medical dictionary. 2011.
oncography — on·cog·ra·phy … English syllables
oncography — noun see oncograph … Useful english dictionary
ογκογραφία — η η γραφική παράσταση τού όγκου ενός σώματος, λ.χ. τής καρδιάς, με τη χρήση ογκογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oncography (< όγκος [Ι] + γραφία < γράφος < γράφω)] … Dictionary of Greek