- hepatotoxemia
- Autointoxication assumed to be due to improper functioning of the liver. [hepato- + G. toxikon, poison, + haima, blood]
Medical dictionary. 2011.
Medical dictionary. 2011.
ηπατοτοξαιμία — η δηλητηρίαση που προέρχεται από το ήπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatotoxemia < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + toxemia (πρβλ. τοξαιμία)] … Dictionary of Greek