hepatorrhaphy
Look at other dictionaries:
ηπατορραφία — η συρραφή τραύματος τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatorrhaphy < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + rrhaphy (πρβλ. ρραφία < ρραφής < ραφή)] … Dictionary of Greek