- hepatorrhagia
-
* * *
hep·a·tor·rha·gia (hep″ə-to-raґjə) [hepato- + -rrhagia] hemorrhage from the liver.
Medical dictionary. 2011.
* * *
hep·a·tor·rha·gia (hep″ə-to-raґjə) [hepato- + -rrhagia] hemorrhage from the liver.Medical dictionary. 2011.
ηπατορραγία — η αιμορραγία τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatorrhagia < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + rrhagia (πρβλ. ρραγία < θ. ραγ τού ερράγην τού ρήγνυμι)] … Dictionary of Greek