colopexy
Look at other dictionaries:
colopexy — col·o·pexy … English syllables
colopexy — ˈkäləˌpeksē noun ( es) Etymology: New Latin colopexia, from col (II) + pexia pexy : the operation of suturing the sigmoid flexure to the abdominal wall … Useful english dictionary
κολοπηξία — η ιατρ. η στερέωση τού κόλου στο πρόσθιο μέρος τού κοιλιακού τοιχώματος σε περιπτώσεις πτώσης του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colopexy < colo (< κόλον) + pexy (< πηξία < πῆξις)] … Dictionary of Greek