choleic acids
Look at other dictionaries:
χολεϊκός — ή, ό, Ν φρ. «χολεϊκά οξέα» (βιοχ.) γενική ονομασία μοριακών ενώσεων που σχηματίζονται κυρίως από το δεσοξυχολικό οξύ και λιπαρά οξέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choleic (acids)] … Dictionary of Greek