cardiopath
Look at other dictionaries:
cardiopath — n. one who suffers heart disease … English contemporary dictionary
cardiopath — car·dio·path … English syllables
cardiopath — ˈ ̷ ̷ ̷ ̷ ̷ ̷ˌpath noun ( s) Etymology: back formation from cardiopathy : a person having heart disease … Useful english dictionary
καρδιοπαθής — ές αυτός που πάσχει από καρδιακή νόσο, ο καρδιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. μελεο παθής, πολυ παθής. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiopath υποχωρητ. παρ. τής λ. cardiopathy (πρβλ. καρδιοπάθεια). Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek