pneumonosis
Look at other dictionaries:
πνευμόνωση — η, Ν ιατρ. κάθε διαταραχή τής ανταλλαγής τών αερίων στις πνευμονικές κυψελίδες λόγω αλλοιώσεως τών τοιχωμάτων τους από διάφορες αιτίες, ὁπως είναι λ.χ. οι φλεγμονές, οι πνευμονοκονιάσεις, τα ασφυξιογόνα αέρια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek