pneumonosis

pneumonosis
pneu·mo·no·sis (noo″mo-noґsis) pneumopathy.

Medical dictionary. 2011.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνευμόνωση — η, Ν ιατρ. κάθε διαταραχή τής ανταλλαγής τών αερίων στις πνευμονικές κυψελίδες λόγω αλλοιώσεως τών τοιχωμάτων τους από διάφορες αιτίες, ὁπως είναι λ.χ. οι φλεγμονές, οι πνευμονοκονιάσεις, τα ασφυξιογόνα αέρια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”