- heteroscopy
- het·er·os·co·py (het″ər-osґkə-pe) 1. inequality of vision in the two eyes. 2. examination with a heteroscope.
Medical dictionary. 2011.
Medical dictionary. 2011.
heteroscopy — het·er·os·co·py … English syllables
heteroscopy — noun see heteroscope … Useful english dictionary
heteroscopia — Eng. Heteroscopy Ver anisometropía … Diccionario de oftalmología
ετεροσκοπία — η (οφθαλμ.) η κατάσταση κατά την οποία κάθε μάτι έχει διαφορετική οπτική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroscopy < hetero (πρβλ. ετερο *) + scopy (πρβλ. σκοπία < σκοπός)] … Dictionary of Greek