alkalinuria
Look at other dictionaries:
alkalinuria — noun a condition in which the urine (which is normally slightly acidic) is alkaline • Syn: ↑alkaluria • Hypernyms: ↑symptom … Useful english dictionary
alkaluria — SYN: alkalinuria. * * * al·kal·uria (al″kə luґre ə) 1. the presence of an alkali in the urine. 2. alkalinuria … Medical dictionary
αλκαλινουρία — η (Φυσιολ.) η αποβολή από τον οργανισμό ούρων με αλκαλική αντίδραση. Είναι αποτέλεσμα φυσιολογικής αντίδρασης τού οργανισμού, για να αποκαταστήσει την οξεοβασική ισορροπία τού ορρού τού αίματος (π.χ. στην αναπνευστική αλκάλωση). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
alkaluria — noun a condition in which the urine (which is normally slightly acidic) is alkaline • Syn: ↑alkalinuria • Hypernyms: ↑symptom … Useful english dictionary