allantoidean
Look at other dictionaries:
allantoidean — al·lan·toi·de·an … English syllables
allantoidean — … Useful english dictionary
αλλαντοϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλλαντοΐδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαντοΐς ( ίδα), πρβλ. αγγλ. allantoic, βλ. και λ. αλλαντοΐς, ίδα < αλλαντοΐς ( ίδα), πρβλ. αγγλ. allantoidean] … Dictionary of Greek
allantoidian — adjective see allantoidean I … Useful english dictionary