toxicodermatitis
Look at other dictionaries:
toxicodermatitis — tox·i·co·dermatitis … English syllables
toxicodermatitis — |täksə̇(ˌ)kō+ noun Etymology: New Latin, from toxic + dermatitis : an inflammation of the skin caused by a toxic substance … Useful english dictionary
τοξικοδερμία — η, Ν ιατρ. τοπική ή συστηματική δερματοπάθεια που προκαλείται από τη λήψη μιας φαρμακευτικής ουσίας ή, σπανίως, από την κατανάλωση τροφίμων τα οποία περιέχουν κάποια τοξική χημική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicodermatitis /… … Dictionary of Greek
toxidermitis — ˌtäksədə(r)ˈmīd.ə̇s noun ( es) Etymology: New Latin, from tox (I) + derm + itis : toxicodermatitis … Useful english dictionary