sympatheticolytic
Look at other dictionaries:
sympatheticolytic — sym·pa·thet·i·co·lyt·ic … English syllables
sympatheticolytic — |simpə|thed.əkə|lid.ik adjective Etymology: sympathetico + lytic : sympatholytic … Useful english dictionary
συμπαθητικολυτικός — ή, ό, Ν (φαρμ.) (για ουσία) αυτός που είναι ικανός να μειώσει ή να καταστείλει τη δράση τής αδρεναλίνης στους αδρενεργικούς υποδοχείς α και β. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sympatheticolytic < συμπαθητικός + λυτικός] … Dictionary of Greek