tridermic
Look at other dictionaries:
tridermic — tri·dermic … English syllables
tridermic — (ˈ)trī+ adjective Etymology: International Scientific Vocabulary tri + dermic : derived from all three germ layers … Useful english dictionary
tridermic tumor — tridermoma … Medical dictionary
τριδερμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τρία βλαστικά δέρματα, το ενδόδερμα, το μεσόδερμα και το εξώδερμα 2. φρ. «τριδερμικοί όγκοι» ονομασία τών εμβρυωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tridermic < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ … Dictionary of Greek