- thromboid
- Resembling a thrombus. [thrombo- + G. eidos, resemblance]
* * *
throm·boid (thromґboid) [Gr. thromboeidēs] resembling a thrombus.
Medical dictionary. 2011.
* * *
throm·boid (thromґboid) [Gr. thromboeidēs] resembling a thrombus.Medical dictionary. 2011.
thromboid — thromboid, a. Path. (ˈθrɒmbɔɪd) [f. Gr. θρόµβος clot of blood + oid; cf. Gr. θροµβοειδής full of clots.] Resembling a thrombus. in Mayne Expos. Lex. in Syd. Soc. Lex … Useful english dictionary
θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < … Dictionary of Greek
thrombus — n. (pl. bi ) clot of blood; tumour in blood vessel. ♦ thrombogenic, a. producing thrombus. ♦ thromboid, a. like a thrombus. ♦ thrombosis, n. formation of thrombi … Dictionary of difficult words