spondylomalacia
Look at other dictionaries:
σπονδυλομαλάκυνση — η, Ν ιατρ. μαλάκυνση τών σπονδύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondylomalacia (< σπόνδυλος + μαλακός)] … Dictionary of Greek
σπονδυλομαλάκυνση — η, Ν ιατρ. μαλάκυνση τών σπονδύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondylomalacia (< σπόνδυλος + μαλακός)] … Dictionary of Greek