pseudoparasite — pseu·do·parasite … English syllables
pseudoparasite — … Useful english dictionary
pseudoparazit — PSEUDOPARAZÍT, pseudoparaziţi, s.m. (biol.) Plantă sau animal care are unele asemănări cu plantele şi animalele parazite. [pr.: pse u ] – Din fr., engl. pseudoparasite. Trimis de oprocopiuc, 24.04.2004. Sursa: DEX 98 pseudoparazít s. m. (sil.… … Dicționar Român
Ditylenchus dipsaci — the stem and bulb eelworm, a parasite of various grains, grasses, and bulbs, such as lilies, hyacinths, gladioli, narcissi, and onions; when ingested with the latter, it may be found as a pseudoparasite in the feces. Called also Anguillulina… … Medical dictionary
Gordius aquaticus — a species occasionally found as a pseudoparasite of the intestinal tract of a person who has accidentally eaten infected insects … Medical dictionary
Gordius robustus — a species that is generally found as a pseudoparasite similarly to G. aquaticus, but has also been found in periorbital tissues of a few persons … Medical dictionary
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
ψευδοπαράσιτος — η, ο, Ν 1. αυτός που εμφανίζεται ως παράσιτο, ενώ δεν είναι 2. το ουδ. ως ουσ. το ψευδοπαράσιτο βιολ. οργανισμός που ασκεί ψευδοπαρασιτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudoparasite (< ψευδ[ο] * + παράσιτο [ς]). Ο τ. ψευδοπαράσιτα… … Dictionary of Greek
pseudoparasitic — adjective see pseudoparasite * * * adj … Useful english dictionary