holomorphosis
Look at other dictionaries:
holomorphosis — hol·o·mor·pho·sis … English syllables
holomorphosis — … Useful english dictionary
ολομόρφωση — η βιολ. η πλήρης αναγέννηση ενός οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holomorphosis < ολ(ο) * + μόρφωση] … Dictionary of Greek