hepatostomy
Look at other dictionaries:
ηπατοστομία — η ιατρ. η εγχειρητική διάνοιξη χοληφόρου συριγγίου ή αναστόμωση τού ήπατος με τον πεπτικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatostomy < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + stomy (πρβλ. στομία < στομος < στόμα)] … Dictionary of Greek