hepatostomy

hepatostomy
Establishment of a fissure into the liver. [hepato- + G. stoma, mouth]

* * *

hep·a·tos·to·my (hep″ə-tosґtə-me) [hepato- + -stomy] surgical creation of an opening into the liver.

Medical dictionary. 2011.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηπατοστομία — η ιατρ. η εγχειρητική διάνοιξη χοληφόρου συριγγίου ή αναστόμωση τού ήπατος με τον πεπτικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatostomy < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + stomy (πρβλ. στομία < στομος < στόμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”