hemianosmia
Look at other dictionaries:
hemianosmia — anosmia en una fosa nasal o en una mitad de la mucosa nasal Diccionario ilustrado de Términos Médicos.. Alvaro Galiano. 2010 … Diccionario médico
ημιανοσμία — η ιατρ. απώλεια τής όσφρησης από τον ένα ρώθωνα, συνήθως ύστερα από ατύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianosmia < hemi (πρβλ. ημι *) + anosmia (πρβλ. ανοσμία)] … Dictionary of Greek