- hydrogenoid
- hy·drog·e·noid (hi-drojґə-noid) a homeopathic term denoting a constitution or temperament that will not tolerate much moisture.
Medical dictionary. 2011.
Medical dictionary. 2011.
υδρογονοειδής — ές, Ν φυσ. χημ. (για ιόν) αυτός που, όπως και το άτομο τού υδρογόνου, περιέχει ένα μόνον περιφερειακό ηλεκτρόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrogenoid < hydrogen o (πρβλ. υδρογόνο) + κατάλ. id (< ειδής*)] … Dictionary of Greek