conchotomy
Look at other dictionaries:
turbinotomy — Incision into or excision of a turbinated body. [turbinate + G. tome, incision] * * * tur·bi·not·o·my (tur″bĭ notґə me) [turbinate + tomy] the surgical cutting of a nasal concha (turbinate bone). Called also conchotomy … Medical dictionary
κογχοτομή — η εκτομή τμήματος ρινικής κόγχης σε περίπτωση υπερπλασίας ή χρόνιου οιδήματος τού βλεννογόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conchotomy, < conch (πρβλ. κόγχη) + συνδετικό φωνήεν ο + tomy (πρβλ. τομή)] … Dictionary of Greek