- quinamine
- quin·a·mine 'kwin-ə-.mēn, -mən n a crystalline alkaloid C19H24N2O2 in various cinchona barks
Medical dictionary. 2011.
Medical dictionary. 2011.
quinamine — quin·a·mine … English syllables
quinamine — ˈkwinəˌmēn, mə̇n noun Etymology: International Scientific Vocabulary quin + amine : a crystalline alkaloid C19H24N2O2 in various cinchona barks … Useful english dictionary
conquinamine — (ˈ)kän|kwinəˌmēn, kənˈk , mə̇n noun ( s) Etymology: International Scientific Vocabulary com + quinamine; originally formed as German konquinamin : a crystalline alkaloid C19H24N2O2 found with quinamine in cinchona barks … Useful english dictionary
κιναμίνη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία τών αλκαλοειδών και η οποία αποτελεί συστατικό τού φλοιού τής κιγχόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quinamine < quin (< ισπ. quina) + amine < am (<… … Dictionary of Greek